- βουτροφία
- η уст. разведение крупного рогатого скота
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βουτροφία — η (Α βουτροφία) νεοελλ. η βοοτροφία αρχ. διατροφή βοδιών … Dictionary of Greek
βουτροφίας — βουτροφίᾱς , βουτροφία feeding of cattle fem acc pl βουτροφίᾱς , βουτροφία feeding of cattle fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)